πεζολογώ

πεζολογώ
-έω, ΝΜ [πεζολόγος]
μιλώ ή γράφω σε πεζό λόγο, πεζογραφώ
νεοελλ.
μιλώ ή γράφω χωρίς ποιητικότητα, καλαισθησία ή πρωτοτυπία.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • πεζολεκτώ — έω, Μ [πεζολέκτης] μιλώ ή γράφω στον πεζό λόγο, πεζολογώ …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”